- εμός
- η , όν αντων. мой;
ο εμός οίκος — мой дом;
τα εμά моё, принадлежащее мне
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ο εμός οίκος — мой дом;
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἐμός — mine masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εμός — ή, ό (AM ἐμός, ή, όν) (κτητ. αντων. α προσ.) δικός μου (α. «τίσειαν Δαναοὶ ἐμὰ δάκρυα», Ιλ. β. «ἐμὸς ὁ Πλάτων») αρχ. (με ουσ.) 1. (με γεν.) επιτείνεται η έννοια τής κτήσης («πατρός τε μέγα κλέος ἠδ ἐμὸν αὐτοῡ», Ιλ.) 2. ευνοϊκός για μένα 3. αυτός… … Dictionary of Greek
ἐμά — ἐμός mine neut nom/voc/acc pl ἐμά̱ , ἐμός mine fem nom/voc/acc dual ἐμά̱ , ἐμός mine fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὑμός — ἐμός , ἐμός mine masc nom sg ὑ̱μός , ὑμός your masc nom sg (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμόν — ἐμός mine masc acc sg ἐμός mine neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμαῖν — ἐμός mine fem gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμαῖς — ἐμός mine fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμαῖσι — ἐμός mine fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμαῖσιν — ἐμός mine fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμαί — ἐμός mine fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμοῖν — ἐμός mine masc/neut gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)